Στον
Ελληνικό κώδικα τροφίμων και ποτών υπάρχει η κατηγορία αρτυματικές
ύλες: "Ως αρτυματικές ύλες νοούνται εκείνες που έχουν κατά
κανόνα έντονη οσμή και γεύση και που η προσθήκη τους στα τρόφιμα αποσκοπεί
στο να προσδώσει σ' αυτά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά που βελτιώνουν τη γεύση
τους και το εύληπτό τους". Εδώ ανήκουν λοιπόν -σύμφωνα με τον ορισμό-
και τα μπαχαρικά. Αν και όλα τα αποξηραμένα -κατά κανόνα- τμήματα φυτών (φύλα, καρποί, σπόροι, ρίζες, βολβοί, άνθη, οφθαλμοί, φλούδες κλαδιών)- είναι μπαχαρικά, στην καθομιλουμένη έχει επικρατήσει να εννοούμε με τον όρο αυτό τα σχετικά προϊόντα τών εξωτικών χωρών (της Άπω Ανατολής κυρίως). Αλλά ας μην βυζαντινολογούμε άλλο για το αν το θυμάρι π.χ. που φυτρώνει έξω από την πόρτα μας είναι ή δεν είναι μπαχαρικό ενώ η κανέλα που έρχεται από μακριά αναμφισβήτητα είναι. Το εμπόριο τών μπαχαρικών, από αρχαιοτάτων χρόνων, έγραψε τη δική του εποποιία στην οικονομική και πολιτισμική ιστορία τού κόσμου. Στη βίβλο διαβάζουμε πως ο βασιλιάς Σολομών είχε έσοδα από το εμπόριο μπαχαρικών. Φοίνικες, Αραβες, Κινέζοι, Ρωμαίοι, Ολλανδοί, Πορτογάλοι, Ισπανοί άλλαζαν τη σκυτάλη στον έλεγχο τού εμπορίου. Η οικονομική σημασία τους φαίνεται από τεχνάσματα που επινοούσαν για να διαφυλάξουν την αποκλειστικότητα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (65 π.Χ. - 20 μ.Χ.) κοροϊδεύει τα παραμύθια που διέδιδαν οι Αραβες έμποροι, οτι τάχα η κασία (Κινέζικη κανέλα) φυτρώνει σε μέρη που φυλάγονταν από άγρια ζώα και η κανέλα σε απόκρημνες χαράδρες γεμάτες δηλητηριώδη φίδια, για να αποθαρρύνουν επίδοξους ανταγωνιστές και -φυσικά- να ανεβάσουν τις τιμές εκεί που οι "κίνδυνοι" αυτοί δικαιολογούν. Οι Ολλανδοί, όταν είχαν το μονοπώλιο στο μοσχοκάρυδο αδρανοποιούσαν τα σπέρματα καίγοντάς τα με ασβέστη για να μην μπορεί κανείς να πειραματιστεί με καλλιέργειες. Τα μπαχαρικά εκτός από καρυκεύματα χρησιμοποιήθηκαν στη θεραπευτική, στις θρησκευτικές τελετουργίες, σαν αφροδισιακά, για τον αρωματισμό ρούχων και χώρων, στην παραγωγή καλλυντικών, σαν χρωστικές κ.α. |