Μπαχαρικό το οποίο προέρχεται από το φυτό Salvia Officinalis. Μικρός θάμνος ο οποίος φτάνει μέχρι και το ένα μέτρο, με ξυλώδη βάση, φύλλα μακρουλά λογχοειδή με γκριζοπράσινο χρώμα και μοβ-μπλε λουλούδια που ανθίζουν από τον Μάιο έως τον Ιούλιο. Συναντιέται σε υγρές, άγριες ακαλλιέργητες περιοχές σε πολλά μέρη στην Ελλάδα, τη Νότια Ευρώπη και κυρίως στις Μεσογειακές χώρες. Γνωστό και ως Χαμοσφάκα, Ελελίφασκος ή Καυλόχορτο. Γνωστό στην αρχαιότητα σε όλο τον κόσμο, οι αρχαίοι Ελληνες το χρησιμοποιούσαν στα δαγκώματα των φιδιών αλλά και γενικά ως τονωτικό του μυαλού και του σώματος. Οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα υποδεχόταν τους άνδρες από τον πόλεμο με ένα ρόφημα από φασκόμηλο για να "διεγείρουν" τη γονιμότητα. Ο Διοσκουρίδης το συνιστούσε για τις αιμορραγίες και για την άτακτη περίοδο. Οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν ιερό φυτό και οι γιατροί της Σχολής του Σαλέρνο πίστευαν ότι "όποιος έχει στο σπίτι του φασκόμηλο δε φοβάται το θάνατο". Ο Καρλομάγνος βοήθησε σημαντικά στη διάδοσή του, ενώ ο γιος του συμπεριέλαβε το φασκόμηλο σε ένα διάταγμα στο οποίο αναφέρονται τα φυτά που έπρεπε να καλλιεργούνται στα βασιλικά κτήματα. Αναφέρεται ότι στην μεγάλη επιδημία πανούκλας που ξέσπασε στην Τουλούζη το 1630, κάποιοι κλέφτες λεηλατούσαν τα πτώματα χωρίς να κολλήσουν οι ίδιοι. Στη δίκη που ακολούθησε, αντάλλαξαν της ζωές τους με το μυστικό της ανοσοποίησης τους, το οποίο ήταν μια αλοιφή που κατασκεύασαν από φασκόμηλο, θυμάρι, λεβάντα και δεντρολίβανο. Περίπου μετά από έναν αιώνα τους μιμήθηκαν κάποιοι άλλοι κλέφτες προσθέτοντας σε αυτό το έγχυμα και σκόρδο το οποίο έμεινε γνωστό ως "λάδι των 4 κλεφτών" και χρησιμοποιήθηκε προληπτικά και σε άλλες επιδημίες μολυσματικών ασθενειών.
|